- γρυνός
- γρυνός και γρουνός, ο (Α)ξερό ξύλο, δαυλός.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. ανάγεται σε IE *greus- «καίω, σιγοκαίω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γρυνός — fagot masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γρῦνος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γρυνοί — γρυνός fagot masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γρυνῶν — γρυνός fagot masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γρυνόν — γρυνός fagot masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γρῦνοι — γρῦνος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γρουνός — ο βλ. γρυνός … Dictionary of Greek